- επισχεσία
- ἐπισχεσία, ἡ (Α)πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό *-σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε -τός (πρβλ. υπο-σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να υποθέσουμε αρχικό αμάρτυρο τ. *επι-σχετός].
Dictionary of Greek. 2013.