επισχεσία

επισχεσία
ἐπισχεσία, ἡ (Α)
πρόφαση, αφορμή («οὐδὲ τιν’ ἄλλην μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθετα με β’ συνθετικό *-σχεσία προέρχονται από ρηματικά επίθ. τού έχω σε -τός (πρβλ. υπο-σχετός > υποσχεσία). Στην προκειμένη περίπτωση θα πρέπει να υποθέσουμε αρχικό αμάρτυρο τ. *επι-σχετός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπισχεσία — ἐπισχεσίᾱ , ἐπισχεσία thing held out fem nom/voc/acc dual ἐπισχεσίᾱ , ἐπισχεσία thing held out fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχεσίαν — ἐπισχεσίᾱν , ἐπισχεσία thing held out fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχεσίη — ἐπισχεσία thing held out fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισχεσίην — ἐπισχεσία thing held out fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”